- μοιχαλίδι
- прелюбодейном
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μοιχαλίδι — μοιχαλίς unfaithful to God fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)